- σικέλιο
- το, Νγεωλ. βλ. σικέλιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σικέλιος — α, ο, Ν φρ. «σικέλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σικέλιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων και αποθέσεών της στη μεσογειακή Ευρώπη, που προηγείται τής τυρρήνιας βαθμίδας και ακολουθεί την καλάβρια βαθμίδα … Dictionary of Greek